Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Πολεμική χωρίς όνομα και δίχως όρια; (Του Νίκου Γουρλά)

Μετά το συνέδριο του ΝΑΡ και με αφορμή την απόφαση να μην παρουσιαστεί εισηγητικά το κείμενου των 6 συντρόφων της Πολιτικής Επιτροπής στο σώμα, καθώς και της απόρριψης μίας προς μία όλων των προτάσεων τους, βρίσκεται σε εξέλιξη μια «πρωτότυπη» ομολογουμένως μετασυνεδριακή πολεμική αντιπαράθεση από στελέχη της πλειοψηφίας του ΝΑΡ και ορισμένους πρόσκαιρους συμμάχους της.

Τα χαρακτηριστικά αυτής της πολεμικής σε κάποιες περιπτώσεις παραπέμπουν σε εποχές που προσωπικά θεωρούσα ότι είχαν περάσει ανεπίστρεπτα για δυνάμεις της κομουνιστικής επαναθεμελίωσης.
Από ό,τι φαίνεται διαψεύστηκα!

Ως γνωστόν, η τολμηρή και συγκεκριμένη αυτοκριτική και κριτική είναι στοιχεία που οδηγούν στην αυτογνωσία, στην ταξική ικανότητα και ετοιμότητα υπέρβασης μιας κατάστασης, διόρθωσης, μετασχηματισμού και κυρίως ανάπτυξης.
Εδώ η (χωρίς αρχές και όρια) κριτική που αναπτύσσεται απευθύνεται γενικά και αόριστα σε «κάθε είδους ρεφορμιστές» αφήνοντας να υπονοηθεί πως αναφέρεται στη μειοψηφία. Μειοψηφία η οποία είναι σχεδόν «όλες οι πληγές του Φαραώ», για το ΝΑΡ και το κίνημα.
Για τον σ. Μ. Ρίζο π.χ. είμαστε οι «ταλαντευόμενοι»: «Η ταλάντευση ως τώρα και το έλλειμμα προσανατολισμού … σχετίζεται κυρίως με την ταλάντευση για την επαναστατική τακτική ως πυρήνα του προγράμματός του». Είμαστε οι ταλαντευόμενοι και ως προς την επανάσταση: «η ταλάντευση για τη συσπείρωση δυνάμεων και το διάλογο για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας σχετίζεται όμως και με την ταλάντευση για την επανάσταση (ή καλύτερα για τους όρους προσέγγισής της) (σ.σ ακόμη χειρότερα). Επιπρόσθετα είμαστε με τον κοινοβουλευτικό δρόμο : Αυτή η «δεύτερη» (ρεφορμιστική) τακτική έχει και τον πολιτικό δρόμο επίλυσης των αντιθέσεων, την πολιτική πρόταση εξουσίας που της ταιριάζει. Τον κοινοβουλευτικό δρόμο, τον αριστερό κυβερνητικό στη μια ή την άλλη παραλλαγή.. ». Είμαστε και αυτοί που υποκλινόμαστε στο αυθόρμητο: «Στην ουσία αυτή η αντίληψη (της μη επαναστατικής τακτικής σε μη επαναστατικές συνθήκες) υποκλίνεται στο αυθόρμητο».
Τέλος, (προς το παρόν), είμαστε και «υπέρ του εφικτού, Ό,τι δηλαδή μας επιτρέπει ο αντίπαλος»!
Έχουν επίγνωση τι γράφουν, κατανοούν τις επιπτώσεις;
Θέλω να αμφιβάλλω.
Τα κουσούρια μας όμως δεν τελειώνουν εδώ. Για την σ. Ιωαννίδου, είμαστε η «αντιδημοκρατική εκτροπή» αφού: «αντιδημοκρατική «εκτροπή», με τους όρους της εργατικής δημοκρατίας, είναι κατά τη γνώμη μου, όταν την επόμενη ημέρα μιας απόφασης αντί να ξεκινήσει η συζήτηση για τα μέτρα υλοποίησής της ξεκινά μια σκιαμαχία για το αν είναι σωστή». Το «έχω διαφορετική άποψη άρα υπάρχω (!)» είναι ο αποκρουστικός καθρέπτης της παλιάς αποτυχημένης αντίληψης του «υπάρχω γιατί έχω την άποψη του κόμματος».
Και για να μη ξεχνιόμαστε υπενθυμίζει πως «Δεν είναι λίγοι οι αγωνιστές που του προσάπτουν (σ.σ. του ΝΑΡ) ανεκτικότητα και υπερβολή και παρατηρούν σεμνά ότι μερικές φορές τα κείμενα διαφορετικών γνωμών είναι περισσότερα από τις εισηγήσεις». Ανεκτικότητα! (απειλή δηλαδή μέσω των ανώνυμων αγανακτισμένων μελών).
Για το σ. Δ Δεσύλλα είμαστε και αμετανόητοι αφού «αρνούνται να κάνουν αυτοκριτική και συνεχίζουν με πείσμα να επιμένουν σε εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ». κ.λπ.
Αλλά οι σύντροφοι που γράφουν αυτά τουλάχιστον τα υπογράφουν.
Γιατί το φαινόμενο δεν τελειώνει εδώ, είναι και οι άλλοι που μεθοδεύουν να μένουν στο απυρόβλητο. Αυτοί που μεθοδευμένα, συνήθως δεν γράφουν και δεν υπογράφουν.
Τέτοιου είδους χωρίς αρχές και όρια πολεμική κριτική είναι αδιέξοδη.
Ως βάση έχει παλιές δοκιμασμένες μεθόδους που τις ασκούσαν κομματικοί μηχανισμοί οι οποίοι βρίσκονταν σε αδιέξοδο γι’ αυτό και επέστρεφαν στο εσωτερικό τους σε ένα αλληλοσπαραγμό. Γι’ αυτό και εν πολλοίς κατασκευάζουν εχθρούς και διαχωριστικές γραμμές . 
Η κριτική και η αυτοκριτική είναι στην ουσία το άλλο μισό του προγράμματος.
Με καθοριστικό κριτήριο, όχι τις υποκειμενικές φαντασιώσεις και αυτοεκτιμήσεις, αλλά την πρακτική ιδιαίτερη συμβολή στην ανάπτυξη ενός ευρύτερου ταξικού ρεύματος της εργατικής τάξης, στην προώθηση ουσιαστικών πολιτικών και κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων. Δηλαδή με κριτήριο την επαλήθευση, διάψευση ή διόρθωση στην πράξη αυτού που ισχυρίζεσαι πως είσαι.
Η πολεμική που μας ασκείται δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το επαναστατικό καθήκον.
Με το 4ο συνέδριο υπήρχε η δυνατότητα να κλείσει στην πράξη η πολιτική και οργανωτική αμορφία του ΝΑΡ, να κλείσει η περίοδος υποτίμησης, στην πράξη, της επαναστατικής θεωρίας και τελικά της ίδιας της επαναστατικής οργάνωσης και της μη ανάπτυξης μετώπου. Υπήρχε η δυνατότητα να απορριφθεί στην πράξη η λογική ενός ηττημένου στρατηγικά κινήματος που, καθώς αδυνατεί να υψωθεί στο επίπεδο των πραγματικών, ταξικών του αντιπάλων, κατασκευάζει αντίπαλους στα δικά του χαμηλά όρια, καλλιεργώντας νοσηρά φαινόμενα προσωπικών αντιθέσεων. Μπορούσε να κλείσει η περίοδος μιας βολονταριστικής Πράξης που όλα τα λουλούδια μπορούν να ανθίζουν υποκαθιστώντας την αναζήτηση και υπεράσπιση της αλήθειας από τον εκλεκτικισμό και την επαναστατική μεγαλοστομία.
Τα παραπάνω «μπορεί» είναι όροι - προϋπόθεση αγωνιστικής συνάντησης, κοινής δράσης, δημιουργίας και ανάπτυξης του σύγχρονου εργατολαϊκού μετώπου, αντικαπιταλιστικού επί της ουσίας. Όροι για μια ανώτερη ανάπτυξη, αυτοδιόρθωση, αυτοπεποίθηση και δημοκρατική ηγεμονία του επαναστατικού ρεύματος απέναντι στις ημισυνειδητές και αυθόρμητες τάσεις που απομακρύνονται με διαφορετικής ταχύτητας πολιτικές συνειδήσεις από την πολιτική των “επάνω “.
Αυτή η δημοκρατική ηγεμονία χαρακτηρίζεται ως προσχώρηση, διάχυση, διάλυση στη ΛΑΕ από τους σ. Χάγιο, Δεσύλα, Μηνακάκη, Μαυροειδή κλπ
Αυτοί οι όροι επειδή έλλειπαν και λείπουν οδήγησαν στη ιστορία του ΝΑΡ (και οδηγούν) σε ταλάντωση απίστευτου πολιτικού πλάτους. Ταλάντωση ανάμεσα στην ντροπαλή, άτολμη και ασαφή πρόταση κοινής καθόδου στη ΛΑΕ, στην μηδέποτε προσδιορισμένη κοινή, λεγόμενη, δράση προς ΚΚΕ, ΛΑΕ κ.α. και στην αντιμετώπιση τους ως επί της ουσίας αντίπαλες οργανώσεις. Οδηγούσαν τότε στη διαρκή εξαφάνιση του ΜΕΡΑ ανάμεσα στις εκλογές και μέχρι τις εκλογές και σε μια ενδιάμεση εσωτερική ανταγωνιστική και όχι συναγωνιστική πολεμική αναμεταξύ τους. Πολιτική που επαναλήφθηκε στη διαδικασία δημιουργίας της ΑΝΤΣΑΡΣΥΑ και μετά τη δημιουργία της και επαναλαμβάνεται τώρα με το ΣΕΚ με εκατέρωθεν ευθύνες.
Με την ευκαιρία καλό είναι να θυμηθούμε αυτό που σημειώναμε στο δεύτερο συνέδριο: … «Έχει ειπωθεί κατά καιρούς ότι το ΝΑΡ είναι μια μεταβατικού χαρακτήρα πολιτική οργάνωση, παιδί της εποχής του, αναγκασμένο να ζει και να παλεύει με τις αντιφάσεις του. Αυτό είναι μόνο ως ένα βαθμό σωστό, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε συμφιλίωση με παραλυτικά και εκφυλιστικά φαινόμενα, στο βαθμό που δεν ξεκαθαρίζει κανείς σε τι συνίσταται η «μεταβατικότητα» του ΝΑΡ. Η απάντηση στο δικό μας «τι να κάνουμε; », αυτό που πρέπει να γίνουμε, αυτό που θάπρεπε να είμαστε, αυτό που απαιτεί η εποχή μας είναι: Συνεκτική, εργατική, μαρξιστική οργάνωση ομοϊδεατών επαναστατών - μεταβατική προς το μαζικό κόμμα της κομμουνιστικής επανίδρυσης απελευθέρωσης. Ένα κόμμα το οποίο, φυσικά, δε θα οικοδομηθεί μόνο από εμάς, αλλά από το σύνολο των δυνάμεων κομμουνιστικής, επαναστατικής αναφοράς, αυτών που υπάρχουν σήμερα και αυτών που θα απελευθερωθούν αύριο στο βαθμό που θα ωριμάσει, με μαζικούς όρους, η ιστορική, πολιτική σύγκρουση που θα σφραγίσει την εποχή μας. Έχουμε συνείδηση αυτής της ιστορικής «μεταβατικότητας» και δεν υιοθετούμε τις απλοϊκές, «οργανωτίστικες» λογικές του τύπου «δώστε μου 300 αποφασισμένους επαναστάτες και θα αλλάξω τον κόσμο».
Αυτά σημειώναμε - η μειοψηφία- τότε. Με μια «λεπτομέρεια» όμως, όπως γράφαμε:
«Η πορεία και η κρίση του ΝΑΡ και η προσπάθεια υπέρβασης της καθορίζονται από την πολιτική διαπάλη ανάμεσα στην αναγκαιότητα – δυνατότητα μετατροπής του ΝΑΡ σε μια εργατική οργάνωση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και στο πέρασμα σε μια οργάνωση της “μεγάλης πολιτικής”, ή σε ένα καλλίτερο Κ.Κ.Ε. ή στην καθήλωση του σε μια μεταβατική οργάνωση απροσδιόριστου στην ουσία πολιτικού χαρακτήρα, παλλόμενο ανάμεσα στην επανίδρυση και στον αδιέξοδο κινηματισμό».
Για 24 χρόνια η ταλάντωση ήταν ανάμεσα σε μια μεταβατική αντικαπιταλιστική οργάνωση απροσδιόριστου στην πράξη πολιτικού χαρακτήρα με στάσεις στην κομμουνιστική επανίδρυση και τον κινηματισμό, όπου αναλόγως της συγκυρίας τα καθήκοντα του μετώπου μεταφερόταν στο μαζικό κίνημα αυτά του κόμματος στο μέτωπο δημιουργώντας μια απίστευτη σύγχυση
Τώρα, ύστερα από 28 χρόνια, μετά μια τετραετία κατά την οποία η προγραμματική διακήρυξη ήταν στη ναφθαλίνη, το εκκρεμές τείνει προς ένα καλλίτερο ΚΚΕ.
Η αιτία αυτής της τάσης επιστροφής βρίσκεται στις ανομολόγητες πεποιθήσεις πως οι εποχή μας δεν είναι μια ποιοτικά νέα εποχή αλλά ότι βρίσκεται εντός των περιγραφών των αγιοποιημένων κλασσικών του σοβιετικού μαρξισμού που ξαναπαίρνουν τα πάνω τους.
Δεν διεκδικούμε φυσικά καμία πατρότητα και μοναδικότητα της ιστορικής αναγκαιότητας για το σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα της εποχής. Αλλά δεν μπορούμε και να αρνηθούμε το ρόλο μας, την πορεία μας, τη ζωή μας.
Είμαστε πεισμένοι ότι και αυτή τη φορά θα συνειδητοποιηθεί πως η ταξική πάλη και οι πολιτικές ανάγκες της περιόδου δεν έχουν σχέση με την διαπάλη σε έναν προκάτ πολιτικό κόσμο αλλά ταυτίζονται με την επιστροφή στο μέλλον της συλλογικής επαναστατικής προσπάθειας.
Αυτή είναι ο μόνος πραγματικά ρεαλιστικός δρόμος για την αποτροπή μιας χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία, διαρκούς και μόνιμης «καταστροφής» της εργατικής δύναμης, λεηλασίας και αλλοίωσης της φύσης, του ίδιου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Εμείς θα επιμένουμε σε ένα πραγματικό διάλογο και πράξη μέσα στην Αριστερά και τους εργαζομένους που θα αφορά τις ανάγκες της ταξικής πάλης, για να ξαναβγούν οι εργατικοί αγώνες στο προσκήνιο. Θα επιμείνουμε να αναζητούμαι έμπρακτα μαζί με όλους όσους έχουν ως πρόταγμα την κομμουνιστική επανίδρυση τους δρόμους για μια ανώτερη ενότητα κομμουνιστών που θα προκύψει μέσα από διαδικασίες ανοιχτές στην αριστερά και στους εργαζομένους.
Ένας τέτοιος δρόμος απαιτεί ανάλογη στράτευση, πολιτισμό και, αυτονόητο, συλλογικά όργανα.
Θετικά ανάλογα παραδείγματα δεν λείπουν από την ιστορία του εργατικού κινήματος

Δεν υπάρχουν σχόλια: