Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

Η θεωρία του κρατικού καπιταλισμού

του Περικλή Παυλίδη
Απόσπασμα από το βιβλίο «Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ» (Εκδόσεις Προσκήνιο. Αθήνα 2001. Προλογος: Ευτύχης Μπιτσάκης). Ο Π. Παυλίδης ασκεί κριτική στις θεωρήσεις των Τόνι Κλιφ και Σαρλ Μπετελέμ περί της ύπαρξης σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού.

Μια από τις πιο γνωστές και ενδεικτικές περιπτώσεις των προαναφερθέντων (εννοεί τα όσα αναφέρονται στο προηγούμενο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Οι απόψεις του Λ.Τρότσκι για τη σοβιετική γραφειοκρατία και την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ») θεωριών που εμφανίσθηκαν μετά τον πόλεμο και επιχειρούσαν να παρουσιάσουν τη σοβιετική γραφειοκρατία ως άρχουσα τάξη αποτελεί το έργο του Τ.Κλιφ «Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία». Ο συγγραφέας ασχολείται με τη γραφειοκρατία διότι φρονεί ότι αυτή έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της σοβιετικής κοινωνίας. Ήταν η δύναμη εκείνη, η οποία στα τέλη της δεκαετίας του ’20 πραγματοποίησε μιαν αντεπαναστατική ανατροπή των κοινωνικών κατακτήσεων της Οκτωβριανής Επανάστασης, εγκαθιδρύοντας στη Ρωσία ένα νέο εκμεταλλευτικό καθεστώς. Στην όλη θεώρησή της στο έργο του Τ.Κλιφ η γραφειοκρατία προβάλλει ως ένα ενιαίο στρώμα με κοινά συμφέροντα, αντίθετα αυτών της κοινωνίας, με ενιαία αυτοσυνείδηση και στόχους καθώς και με ενιαίο, αντεπαναστατικό, εν προκειμένω, τρόπο δράσης. Αυτή η αντίληψη περί ομοιογένειας συμφερόντων και σκοπών της γραφειοκρατίας που υιοθετεί ο Τ.Κλιφ καταλήγει στον ισχυρισμό ότι η γραφειοκρατία αποτελεί ξεχωριστή τάξη.

Προτού όμως να παρακολουθήσουμε τη συλλογιστική του Τ.Κλιφ επί του αναφερθέντος ισχυρισμού θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δε μας δίνει κανένα ορισμό της γραφειοκρατίας, πρώτον, ως γραφειοκρατίας και, δεύτερον, ως κυρίαρχης τάξης. Αναφορικά με την κοινωνική σύνθεση του στρώματος αυτού μπορούμε να λάβουμε από το κείμενο του Τ.Κλιφ μόνο έμμεσες πληροφορίες. Σύμφωνα με τους διάσπαρτους ισχυρισμούς του, στη γραφειοκρατία θα πρέπει να συμπεριλάβουμε: α)όλο το διευθυντικό της παραγωγής προσωπικό, β)όλους τους ειδικούς, το τεχνικο-επιστημονικό προσωπικό της παραγωγής, γ)όλους τους στρατιωτικούς, δ)όλους τους βουλευτές του Ανωτάτου και των ομοσπονδιακών Σοβιέτ, ε)τους συγγραφείς καθώς και όλα τα άτομα με ανώτατη μόρφωση. Θεωρώντας, λοιπόν, όλες αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού κυρίαρχη τάξη ο Τ.Κλιφ αποφεύγει να διευκρινίσει τι είναι αυτό που συνενώνει σε μια ενιαία τάξη τα παραπάνω στρώματα.
Αυτό, βέβαια, που θα μπορούσε ίσως να εκληφθεί ως απάντηση είναι οι αναφορές του Τ.Κλιφ στις υψηλές αποδοχές των συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων και στη δυνατότητα τους να ασχολούνται με πνευματική -διοικητική εργασία, ως στοιχείο που, κατ’ αυτόν, διακρίνει την κυρίαρχη τάξη από την υπόλοιπη κοινωνία. Ωστόσο όμως, η παροχή υψηλών αμοιβών σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα ουδόλως αποδεικνύει μια ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, εφόσον το μερίδιο αυτών των στρωμάτων στο παραγόμενο κοινωνικό προϊόν δεν προέρχεται από μιαν αντίστοιχη ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεώρηση των τάξεων, την οποία υποτίθεται ότι υιοθετεί και ο Τ.Κλιφ, οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι απλά δικαιούχοι και νομείς διαφορετικών μεριδίων του παραγόμενου προϊόντος, αλλά πρώτα απ’ όλα αποτελούν τους φορείς συγκεκριμένων και ιστορικά αναγκαίων σχέσεων παραγωγής ή αλλιώς σχέσεων ιδιοκτησίας των παραγωγικών δυνάμεων. Οι σχέσεις αυτές συνιστούν την ουσία των κοινωνικών φαινομένων, το μηχανισμό κίνησης – εξέλιξης της κοινωνίας, τις καθοριστικές εκείνες συνάφειες που προσδιορίζουν την κοινωνική φύση ενός καθεστώτος. Η αναγωγή της ταξικής διαστρωμάτωσης μιας κοινωνίας σε ποσοτικές διαφορές, σε διαφορές αμοιβών, καταργεί κάποια σαφή και αναγκαία όρια μεταξύ των τάξεων, μιας και ο κάθε υψηλά αμειβόμενος εκπρόσωπος των εργαζομένων μπορεί να θεωρηθεί ανώτερος ταξικά από κάποιους «πτωχούς» εκπροσώπους της τάξης των ιδιοκτητών. Εκτός αυτού η αναγωγή της ταξικής διαστρωμάτωσης σε διαφορές αμοιβών δε μας δίνει καμία πληροφορία αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων, ως σχέσεις ιδιοκτησίας, αυτοαναπαράγονται, αναπαράγοντας, ταυτόχρονα, τις αντίπαλες κοινωνικές τάξεις.
Έχοντας αυθαίρετα χαρακτηρίσει τους υψηλά αμειβόμενους πολίτες της ΕΣΣΔ κυρίαρχη τάξη, ο Τ.Κλιφ αισθάνεται την ανάγκη να τεκμηριώσει τον εν λόγω ισχυρισμό μέσω της ανάλογης ερμηνείας των σχέσεων ιδιοκτησίας στη χώρα αυτή .Εφόσον όμως δεν είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στα χέρια των εκπροσώπων της γραφειοκρατίας διατείνεται ότι «Στην ουσία, η ιδιοκτησία βρίσκεται στα χέρια των γραφειοκρατών συλλογικά· έχει παραχωρηθεί στο κράτος των γραφειοκρατών.»[1]. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τα μέσα παραγωγής στην ΕΣΣΔ ήταν αντικείμενο κοινής-συλλογικής ιδιοκτησίας των γραφειοκρατών.
Ανακύπτει όμως εδώ η ανάγκη να αποδειχθεί ότι η γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση αποτελούσε ένα κλειστό στρώμα, ένα είδος κάστας, αυστηρά οριοθετημένο και περιχαρακωμένο από την υπόλοιπη κοινωνία, με δικαίωμα κληρονομικής μεταβίβασης των κρατικών αξιωμάτων στους γόνους και απογόνους της γραφειοκρατίας .Στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε να δεχθούμε ότι τη στιγμή της συνταξιοδότησης, όχι μόνο μεμονωμένοι γραφειοκράτες αλλά και ολόκληρη γενιά γραφειοκρατών αποχωρίζεται την υποτιθέμενη συλλογική ιδιοκτησία της, χωρίς να τη μεταβιβάσει στα παιδιά της, τα οποία θα έπρεπε τότε να γίνουν και αυτά στο σύνολό τους κρατικοί υπάλληλοι. Η απουσία ενός καθεστώτος κληρονομικής μεταβίβασης των κρατικών αξιωμάτων και συνεπώς της υποτιθέμενης συλλογικής γραφειοκρατικής ιδιοκτησίας καταμαρτυρεί το γεγονός ότι η σχέση των γραφειοκρατών με την παραγωγή και τις παραγωγικές δυνάμεις, καθώς και το ύψος των αποδοχών τους δεν καθορίζονται από τη δήθεν ιδιοκτησία τους στα μέσα παραγωγής, αλλά απ’ τις επαγγελματικές τους ιδιότητες και την εργασιακή τους δραστηριότητα ως υπαλλήλων του κράτους. Με άλλα λόγια είναι η συγκεκριμένη εργασιακή θέση αυτή που εξασφαλίζει στον γραφειοκράτη υψηλές αποδοχές, της οποίας όμως δεν είναι ιδιοκτήτης, όπως άλλωστε δεν είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής.
Ο Τ.Κλιφ διαισθάνεται ότι η γραφειοκρατία δεν μπορεί να χειρίζεται τις παραγωγικές δυνάμεις ως ιδιοκτησία της και προσπαθεί να καλύψει τη θεωρητική ανεπάρκεια της άποψής του καταφεύγοντας σε ακόμα πιο επισφαλείς ισχυρισμούς. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος «η κρατική γραφειοκρατία- η άρχουσα τάξη δηλ.-βρίσκει τρόπους να “κληροδοτεί” τα προνόμιά της, που είναι διαφορετικά σε σχέση με τα αντίστοιχα των φεουδαρχών, των αστών ή των ελεύθερων επαγγελματιών. Αν η επικρατέστερη μέθοδος για την εκλογή διευθυντών επιχειρήσεων, τμηματαρχών κλπ. είναι η κοοπτάτσια (ο διορισμός), τότε ο κάθε γραφειοκράτης θα φροντίσει περισσότερο να κληροδοτήσει στον γιο του τις “επαφές” του παρά, ας πούμε, ένα εκατ. ρούβλια (αν και φυσικά και το δεύτερο έχει σημασία)»[2]. Συνεπώς, κατά τα λεγόμενα του Τ.Κλιφ, η γραφειοκρατία δεν είναι ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής, όπως είχαμε λαθεμένα εννοήσει, αλλά είναι ιδιοκτήτρια «επαφών».Το αδιέξοδο των απόψεων του Τ.Κλιφ γίνεται πλέον εμφανές. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας, ως αντικειμενικές και αναγκαίες σχέσεις μεταξύ των τάξεων, μετατρέπονται στα λεγόμενα του συγγραφέα σε τυχαία περιστατικά: το αν ο γραφειοκράτης ανήκει στην άρχουσα τάξη ή όχι και το αν θα ανήκει σε αυτή και ο υιός του εξαρτάται από το κατά πόσο επιτυχής θα είναι η προσπάθεια του πρώτου να μεταβιβάσει στον δεύτερο τις «επαφές» του. Αυτή λοιπόν η μεταβίβαση της γραφειοκρατικής «ιδιοκτησίας» οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, στις επιθυμίες και ιδιοτροπίες κάποιων άλλων γραφειοκρατών – των «επαφών», μέσω των οποίων εντάσσεται στις γραμμές της άρχουσας τάξης ο γόνος του απερχόμενου γραφειοκράτη.
Τι θα συμβεί όμως αν οι «επαφές» δεν βοηθήσουν τον υιό του γραφειοκράτη να διαδεχθεί τον πατέρα του, αν προτιμήσουν άλλον αντί αυτού ή αν λόγω δυσμενούς πολιτικής συγκυρίας αποδειχθούν ανίσχυρες να προωθήσουν τους «δικούς» τους ανθρώπους στις κρατικές θέσεις; Άλλωστε αυτή την πιθανότητα δεν την αποκλείει ούτε ο ίδιος ο Τ.Κλιφ, γι’ αυτό και ισχυρίζεται πως ο εν λόγω γραφειοκράτης «θα προσπαθήσει να περιορίσει στο ελάχιστο τον αριθμό των υποψήφιων ανταγωνιστών που αποβλέπουν στην κατάληψη πόστων στη γραφειοκρατική μηχανή »[3]. Αν, λοιπόν, η προσπάθεια αυτή αποτύχει, τότε θα αποκαλυφθεί το τεράστιο σφάλμα του πατέρα -γραφειοκράτη να αφήσει κληρονομιά στον υιό του μια πλασματική γραφειοκρατική ιδιοκτησία «επαφών» αντί της πραγματικής ιδιοκτησίας του ενός εκατομμυρίου ρουβλίων. Ότι όμως και να συμβεί, αυτό που για μας έχει σημασία και πρέπει να επισημάνουμε είναι το γεγονός πως κατά τον Τ.Κλιφ ο διαχωρισμός της σοβιετικής κοινωνίας σε μιαν άρχουσα τάξη των γραφειοκρατών και σε μια καταπιεζόμενη τάξη των εργαζομένων δεν απορρέει από τις σχέσεις ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής αλλά από τις προσωπικές γνωριμίες και συμπάθειες που αναπτύσσονται στα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού. Από τις γνωριμίες αυτές και την πολιτική τους βαρύτητα εξαρτάται το αν θα ενταχθεί κάποιος πολίτης στις γραμμές της άρχουσας τάξης, το αν θα παραμείνει σε αυτές ή θα επανέλθει στις τάξεις των εργαζομένων. Έτσι, λοιπόν, η ενασχόληση του Τ.Κλιφ με τις αντικειμενικές και αναγκαίες σχέσεις ιδιοκτησίας στην Σοβιετική Ένωση καταλήγει σε μιαν αναγωγή τους σε τυχαία περιστατικά.
Όμως η όλη συλλογιστική του Τ.Κλιφ επί του θέματος της σοβιετικής γραφειοκρατίας δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Δηλώνοντας ότι η γραφειοκρατία αποτελεί μια ξεχωριστή και άρχουσα τάξη, ο Τ.Κλιφ επιχειρεί να ερμηνεύσει την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ υπό το πρίσμα αυτής της αντίληψης. Χωρίς να ριψοκινδυνεύει τον ισχυρισμό περί ενός ιδιαίτερου γραφειοκρατικού καθεστώτος και τρόπου παραγωγής στην ΕΣΣΔ, εισηγείται την άποψη περί του κρατικοκαπιταλιστικού χαρακτήρα της σοβιετικής οικονομίας και κοινωνίας.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, βάσει αυτής της άποψης, ο Τ.Κλιφ ήταν υποχρεωμένος να αποδείξει πως επρόκειτο τόσο περί ενός σοβιετικού κρατικού καπιταλισμού όσο και περί ενός καπιταλισμού εν γένει .Συνεπώς έπρεπε, πρωτίστως ,να αποδείξει τη λειτουργία του νόμου της υπεραξίας στη Σοβιετική Ένωση, με ότι αυτή συνεπάγεται: την ύπαρξη ιδιωτικής, παράλληλα με την κρατική, ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, την εμπορευματοποίηση της εργασιακής δύναμης, τον καθολικό ανταγωνισμό των μεμονωμένων εμπορευματοπαραγωγών για το χώρο πώλησης εμπορευμάτων και τοποθέτησης κεφαλαίων, τη συσσώρευση κεφαλαίου ως υψίστου σκοπού της παραγωγής, την καταστροφή των μη κερδοφόρων παραγωγικών δυνάμεων, την ανεργία, την πόλωση μεταξύ πλούτου και φτώχειας κλ.π.
Τι λοιπόν από τα προηγούμενα ανακαλύπτει ο Τ.Κλιφ στην ΕΣΣΔ; Απολύτως τίποτα! Τουναντίον, ο ίδιος παραδέχεται ότι «αν εξετασθούν οι σχέσεις που κυριαρχούν στη ρωσική οικονομία, σε αφαίρεση από τις σχέσεις της με την παγκόσμια οικονομία, υποχρεωτικά συμπεραίνεται πως η ΑΡΧΗ του νόμου της αξίας, σαν κινητήρια δύναμη και ρυθμιστής της παραγωγής, δεν υπάρχει σ’ αυτήν. Ουσιαστικά, οι νόμοι που επικρατούν στις σχέσεις ανάμεσα στις επιχειρήσεις κι ανάμεσα στους εργαζόμενους και το κράτος -εργοδότη ΔΕ ΘΑ ΗΤΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ αν η Ρωσία ήταν ένα τεράστιο εργοστάσιο που διευθυνόταν άμεσα από ένα κέντρο…»[4]. Ο Τ.Κλιφ είναι αναγκασμένος να αναγνωρίσει το γεγονός ό,τι στην ΕΣΣΔ «Τόσο οι μεμονωμένες επιχειρήσεις όσο και η οικονομία στο σύνολό της, είναι υποταγμένες στη σχεδιασμένη ρύθμιση της παραγωγής.» και ότι «δεν έχουμε να κάνουμε με πραγματική ανταλλαγή εμπορευμάτων»[5]. Επίσης, ο ίδιος δηλώνει ευθέως ότι «Στη Ρωσία υπάρχει μια άμεση σύνδεση ανάμεσα στις επιχειρήσεις μέσω του κράτους…»[6], και ακόμη «Ενώ στις παραδοσιακές καπιταλιστικές χώρες ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους διάφορους βιομηχάνους τους αναγκάζει να συσσωρεύουν και ν’ αυξάνουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, στη Ρωσία αυτός ο παράγοντας δεν ισχύει γιατί όλες οι βιομηχανίες ανήκουν σε μια εξουσία »[7]. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Τ.Κλιφ δεν καταφέρνει να ανακαλύψει στην ΕΣΣΔ ούτε τη ρυθμιστική λειτουργία του νόμου της αξίας, ούτε εμπορευματική παραγωγή, ούτε ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων . Μάλιστα, στις σχετικές του επισημάνσεις μπορούμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα την περιγραφή των σοσιαλιστικών στοιχείων της σοβιετικής οικονομίας.
Τι είναι λοιπόν αυτό που, κατά τη γνώμη του Τ.Κλιφ, πιστοποιεί τον καπιταλιστικό – κρατικοκαπιταλιστικό χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης; Έχοντας ανιχνεύσει όλη την τεράστια έκταση της ΕΣΣΔ χωρίς να ανακαλύψει τα ίχνη του δήθεν κρατικοκαπιταλιστικού της χαρακτήρα, ο συγγραφέας αναζητεί τη σωτηρία της θεωρίας του στο εξωτερικό, στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, στο πεδίο της παγκόσμιας οικονομίας «το Ρωσικό κράτος βρίσκεται στην ίδια θέση με τον ιδιοκτήτη μιας καπιταλιστικής επιχείρησης που ανταγωνίζεται τις άλλες επιχειρήσεις.»[8]. Με άλλα λόγια, ο Τ.Κλιφ διατείνεται ότι η καπιταλιστική φύση της ΕΣΣΔ συνίσταται στο γεγονός πως η χώρα αυτή συμμετέχει στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατική αγορά ως μια ενιαία επιχείρηση-ιδιοκτησία της γραφειοκρατίας, ανταγωνιζόμενη τις ξεχωριστές καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μάλιστα ο Τ. Κλιφ προβαίνει και στη «συνταρακτική» δήλωση – διαπίστωση ότι, δήθεν, ο βαθμός εκμετάλλευσης των σοβιετικών εργαζομένων από τους γραφειοκράτες, m / v, (όπου m =υπεραξία και v = μισθός), δεν εξαρτάται από την αυθαιρεσία της γραφειοκρατίας αλλά καθορίζεται από το διεθνή ανταγωνισμό.
Θα περιμέναμε, βέβαια, από τον Τ.Κλιφ, στα πλαίσια του προηγούμενου ισχυρισμού του, να κάνει λόγο και περί ποσοστού κέρδους στην ΕΣΣΔ, που κι αυτό με τη σειρά του θα έπρεπε να εξαρτάται από τη διεθνή οικονομία. Πολύ περισσότερο, όμως, θα περιμέναμε να αποδείξει την οργανική συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στη διαμόρφωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων, μέσω της συμμετοχής στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό για το μοίρασμα των αγορών και του χώρου εξαγωγής κεφαλαίου. Όμως, τίποτα από όλ’ αυτά δεν απασχολεί τον Τ.Κλιφ. Επίσης, χρειάζεται να επισημάνουνε, ότι παρουσιάζοντας την ΕΣΣΔ ως μια ενιαία καπιταλιστική επιχείρηση, ο εν λόγω συγγραφέας προσπαθεί να αποφύγει ένα πολύ σημαντικό θεωρητικό πρόβλημα, το ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια χώρα με πληθώρα μεμονωμένων επιχειρήσεων, συνδεόμενων μεταξύ τους με συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, οι οποίες, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Τ.Κλιφ, δεν ήταν καπιταλιστικές. Αντί λοιπόν να μελετήσει αυτές τις σχέσεις ως έχουν, προτιμά να τις αντιπαρέλθει, χρησιμοποιώντας το τέχνασμα αναγωγής της ΕΣΣΔ σε μιαν ενιαία γραφειοκρατική επιχείρηση.
Αυτό που διακρίνει μονίμως την πορεία των συλλογισμών του Τ.Κλιφ είναι το γεγονός ότι το κάθε κατά κανόνα αυθαίρετο συμπέρασμά του αναφορικά με την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ ακολουθεί η ακούσια ανασκευή του, με τη διατύπωση ορισμένων, ενίοτε νηφάλιων, επισημάνσεων, χωρίς βεβαίως ο ίδιος να έχει συνείδηση του πράγματος. Έτσι, λοιπόν, ενώ υποστηρίζει πως είναι η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια οικονομία αυτή που προσδίδει στη χώρα καπιταλιστικό χαρακτήρα, ταυτόχρονα παραδέχεται ότι «Μέχρι τώρα, η οικονομία της Ρωσίας ήταν πολύ καθυστερημένη για να μπορέσει να κατακλύσει τις ξένες αγορές με τα προϊόντα της. Οι δικές της αγορές προστατεύονται από την πιθανότητα κατακλυσμού τους από ξένα προϊόντα με τη μονοπώληση από το κράτος του εξωτερικού εμπορίου…»[9]. Επίσης, παρατηρεί ότι «στη διάρκεια της περιόδου των Πεντάχρονων Προγραμμάτων, όπου η βιομηχανική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε σε μεγάλο βαθμό, τόσο οι εξαγωγές όσο κι οι εισαγωγές έπεσαν με εκπληκτικό τρόπο.»[10]. Συνεπώς, τα λεγόμενα του ίδιου του Τ.Κλιφ δεν τεκμηριώνουν τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια κεφαλαιοκρατική οικονομία, κάτι που θα απεδείκνυε το δήθεν κρατικοκαπιταλιστικό χαρακτήρα της χώρας, αλλά καταφάσκουν ακριβώς το αντίθετο.
Το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η πραγμάτευση της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ από τον Τ.Κλιφ είναι ανυπέρβλητο. Αυτό όμως το γεγονός ουδόλως πτοεί τον ίδιο, ο οποίος, κατά κανόνα, αδιαφορεί για τη συνάφεια των ισχυρισμών του και χειρίζεται αυθαίρετα τις διάφορες θεωρητικές έννοιες. Έτσι, επιχειρεί μιαν ακόμα νοηματική αυθαιρεσία, υποστηρίζοντας ότι ο διεθνής κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός στον οποίο υποτίθεται ότι συμμετέχει η ΕΣΣΔ δεν είναι ο ανταγωνισμός εμπορευμάτων και κεφαλαίων παρά ο στρατιωτικός ανταγωνισμός. Πρόκειται, δηλαδή, περί μιας νέας, πρωτόγνωρης, ερμηνείας του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού. Όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται ο ίδιος ο Τ.Κλιφ «Αξία είναι η έκφραση του ανταγωνισμού ανάμεσα σε ανεξάρτητους παραγωγούς. Ο ανταγωνισμός της Ρωσίας με τον υπόλοιπο κόσμο εκφράζεται με την εξύψωση των αξιών χρήσης σε σκοπό, με στόχο την τελική επικράτηση στον ανταγωνισμό. Οι αξίες χρήσης, και όταν ακόμα είναι σκοπός, εξακολουθούν να είναι μέσα»[11]. Για ποιες όμως αξίες χρήσης γίνεται λόγος; Ο Τ.Κλιφ διευκρινίζει την άποψή του: «Όμως καθώς ο ανταγωνισμός με τις άλλες χώρες είναι κύρια στρατιωτικός, το κράτος (εννοεί το σοβιετικό κράτος -Π.Π.) σαν ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ενδιαφέρεται για μερικές συγκεκριμένες αξίες χρήσης, όπως τανκς, αεροπλάνα κ.λ.π.»[12].
Μοιάζει πραγματικά με ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα η μετατροπή του ανταγωνισμού μεταξύ των ανεξάρτητων παραγωγών, που εκφράζεται από το νόμο της αξίας, σε στρατιωτικό ανταγωνισμό, εκφραζόμενο από την παραγωγή συγκεκριμένων αξιών χρήσης. Βέβαια, οι πολεμικές προετοιμασίες και πολεμικές συγκρούσεις αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, ωστόσο όμως, ο πολεμικός ανταγωνισμός πηγάζει από τον ανταγωνισμό κεφαλαίων και εμπορευμάτων και υπάρχει μόνο ως στιγμή και πτυχή του τελευταίου. Η σύγκρουση, συνεπώς, των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων για την ιδιοποίηση της παραγόμενης υπεραξίας δεν μπορεί ποτέ να υποκατασταθεί από την πολεμική σύγκρουση. Ειδάλλως θα είχαμε κατάργηση του νόμου της υπεραξίας και συνάμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε τελείως ανυπόστατο τον ισχυρισμό του Τ.Κλιφ ότι «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις καπιταλιστικές δυνάμεις έχει μπει στο στάδιο όπου ο διεθνής καταμερισμός εργασίας αποδιοργανώνεται και όπου ο εμπορικός ανταγωνισμός αντικαθίσταται από τον άμεσο στρατιωτικό ανταγωνισμό. Σ’ αυτό το στάδιο, οι αξίες χρήσης είναι πια ο στόχος της καπιταλιστικής παραγωγής.»[13]. Εκτός αυτού, χρειάζεται να υπογραμμίσουμε το γεγονός πως με την παραγωγή των προαναφερθέντων αξιών χρήσης (αρμάτων μάχης, πολεμικών αεροσκαφών κλπ) η ΕΣΣΔ αποσκοπούσε όχι στη διεκδίκηση «ζωτικού χώρου» για την εξαγωγή των εμπορευμάτων της και την τοποθέτηση των κεφαλαίων της, αλλά στην υπεράσπιση του σοσιαλιστικού κράτους από τις επιβουλές του καπιταλιστικού κόσμου.
Παρακολουθήσαμε την προσπάθεια του Τ.Κλιφ να παρουσιάσει τη Σοβιετική Ένωση ως κρατικοκαπιταλιστική χώρα κυβερνώμενη από την τάξη των γραφειοκρατών. Πιστεύουμε ότι η αποτυχία του στο εν λόγω εγχείρημα είναι ενδεικτική του θεωρητικού κύρους κάθε παρόμοιας ερμηνείας της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ. Η διαπίστωση αυτή αφορά, πρωτίστως, τον τρόπο σκέψης -τη μέθοδο πραγμάτευσης του θέματος, η οποία συνιστά το υπόστρωμα των ισχυρισμών του Τ.Κλιφ. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τρόπου σκέψης είναι η προσέγγιση του αντικειμένου έρευνας μέσω αναλογιών. Βάσει της σύγκρισης και ανακάλυψης αναλογιών μεταξύ του σοβιετικού καθεστώτος και άλλων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών ο Τ.Κλιφ προσδιορίζει την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ. Η κεντρική του ιδέα περί κρατικού καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση απορρέει, αναμφίβολα, από την άκριτη, εμπειρική αποδοχή της φαινομενικής ομοιότητας μεταξύ της κρατικής ιδιοκτησίας στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της κρατικής – σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στην ΕΣΣΔ. Ενδεικτική του ίδιου αγοραίου εμπειρισμού είναι η δήλωση του Τ.Κλιφ ότι «Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον καταμερισμό της εργασίας στη χωρίς κανένα σύστημα τιμών κοινωνία των Φαραώ, και στην αντίστοιχη με σύστημα τιμών σταλινική κοινωνία, είναι διαφορά βαθμού κι όχι ουσίας»[14].
Τα συμπεράσματα που κατά τον παραπάνω τρόπο συνάγει ο Τ.Κλιφ λειτουργούν με τη σειρά τους ως στερεότυπα, στα πλαίσια των οποίων ερμηνεύονται όλα τα φαινόμενα. Δεν είναι η ανάλυση των γεγονότων αυτή που οδηγεί τη σκέψη του συγγραφέα αλλά κάποιες προκαθορισμένες αντιλήψεις, προς τεκμηρίωση των οποίων ο Τ. Κλιφ παραβιάζει και παραχαράσσει κάθε αντικειμενική συνάφεια της κοινωνικής πραγματικότητας. Φυσική συνέπεια αυτού του τρόπου σκέψης είναι η αυθαίρετη σύζευξη διαφορετικών πτυχών των κοινωνικών σχέσεων με συνηθέστερο αποτέλεσμα τη θεώρηση τυχαίων, επουσιωδών, επιφανειακών πλευρών της κοινωνικής ζωής ως ουσιωδών και καθοριστικών .Αρκεί να θυμηθούμε την αναγωγή των σοβιετικών σχέσεων ιδιοκτησίας σε σχέσεις «επαφών» και του μηχανισμού κίνησης της κεφαλαιοκρατίας (του νόμου της υπεραξίας) στην παραγωγή αξιών χρήσης.
Ο Τ.Κλιφ αρνείται να διακρίνει κάποια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της κοινωνικής φύσης της ΕΣΣΔ και αυτής των ιμπεριαλιστικών χωρών της Δύσης. Έτσι δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη ταξικών αντιθέσεων ως αιτία σύγκρουσης του σοβιετικού κράτους με τη φασιστική Γερμανία. Η περιφρόνηση όμως προς τις πραγματικές αντιθέσεις δεν σημαίνει, ταυτόχρονα, ότι αυτές παύουν να υπάρχουν. Αντιθέτως, όσο πιο ουσιώδεις είναι οι αντιθέσεις τόσο περισσότερο διαπερνούν και καθορίζουν όλες τις πτυχές των κοινωνικών σχέσεων. Γι’ αυτό και ο ερευνητής, παρά την προσπάθειά του να τις αποφύγει, προσκρούει πάνω τους κάθε στιγμή. Εφόσον, όμως, αδυνατεί να διεισδύσει στην ουσία των φαινομένων, προσλαμβάνει τις αντιθέσεις με αντεστραμμένο και παραμορφωτικό τρόπο.
Η περίπτωση του Τ.Κλιφ είναι ενδεικτική της παραπάνω επισημάνσεως. Θεωρώντας ταξικά «ομοούσιο» το κοινωνικό καθεστώς της ΕΣΣΔ με αυτό της φασιστικής Γερμανίας και των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ο Τ.Κλιφ ασχολείται με τις δυνάμεις εκείνες που κατά τη γνώμη του αποσκοπούσαν στην επαναστατική ανατροπή του σταλινικού κρατικού καπιταλισμού. Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι ακραιφνείς επαναστάτες που είχε υπ’ όψιν ο Τ.Κλιφ; Δεν ήταν άλλοι από τους άνδρες του περιβόητου Ρώσου στρατηγού Βλάσοφ, ηγέτη του «Ρωσικού Απελευθερωτικού Στρατού -ROA», και του Ουκρανού Μπαντέρα, αρχηγού της οργάνωσης «Ουκρανικός Αντάρτικος Στρατός – UPA». Στα προγράμματα των αντισταλινικών δυνάμεων ο Τ.Κλιφ ανακαλύπτει τις αρχές της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και την πρόθεση μετατροπής του πλούτου της γραφειοκρατίας σε αυθεντική ιδιοκτησία της κοινωνίας[15]. Η πραγματική όμως ταυτότητα και ο ρόλος των εν λόγω οργανώσεων στην ιστορία της ΕΣΣΔ υπήρξαν τελείως διαφορετικοί. Ο Βλάσοφ ήταν στρατηγός του σοβιετικού στρατού, ο οποίος μετά την αιχμαλωσία του από τους Γερμανούς πέρασε με το μέρος του εχθρού και πολέμησε στο πλευρό των ναζιστικών ενόπλων δυνάμεων ως αρχηγός του «ROA».Ο δε «Ουκρανικός Αντάρτικος Στρατός -UPA» του Μπαντέρα ήταν οργάνωση Ουκρανών εθνικιστών, συνεργατών των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και υπευθύνων για την εξόντωση εκατοντάδων Εβραίων στο έδαφος της Ουκρανίας.
Θεωρώντας τις αναφερθείσες οργανώσεις αληθινούς αντιπάλους του σοβιετικού καθεστώτος ο Τ.Κλιφ δεν κάνει λάθος στην εκτίμησή του, μόνο που αποκαλύπτει, χωρίς βέβαια να το αντιλαμβάνεται, ότι πραγματικοί εχθροί της ΕΣΣΔ ήταν οι φασίστες και οι συνεργάτες τους. Αρνούμενος να αναγνωρίσει την ουσιώδη ταξική αντίθεση μεταξύ του σοβιετικού κράτους και των φασιστικών -ιμπεριαλιστικών κρατών της Δύσης καταλήγει να θεωρεί τα μίσθαρνα ανδρείκελα των τελευταίων αυθεντικούς και προοδευτικούς-αριστερούς αντιπάλους της ΕΣΣΔ. Προσπαθώντας να αντιπαρέλθει την ουσιώδη αντίθεση μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του κεφαλαιοκρατικού κόσμου, κάτω από το πρόσχημα του δήθεν κρατικοκαπιταλιστικού χαρακτήρα της πρώτης, ο Τ.Κλιφ προσλαμβάνει τη συγκεκριμένη αντίθεση με τελείως αντεστραμμένο και φενακιστικό τρόπο: η προοδευτική πλευρά της αντίθεσης, η Σοβιετική Ένωση, εκλαμβάνεται ως αντιδραστική, ενώ ως προοδευτική εκλαμβάνεται η πραγματικά αντιδραστική πλευρά, οι φασίστες των ROA και UPA. Διαπιστώνουμε, εν κατακλείδι, ότι η εχθρότητα του Τ.Κλιφ απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς βρίσκει συνεπείς μιμητές και συμμάχους στο πρόσωπο των συνεργατών του ναζιστικού στρατού.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι εκτός από τον Τ.Κλιφ παρόμοιες απόψεις για την κοινωνική φύση του σοβιετικού καθεστώτος διετύπωσαν εκπρόσωποι τελείως διαφορετικών ρευμάτων του κομμουνιστικού πολιτικού φάσματος. Αν ο Τ.Κλιφ προερχόταν από τον τροτσκιστικό χώρο ο Ενβέρ Χότζα, ηγέτης της σοσιαλιστικής Αλβανίας, ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της σταλινικής ορθοδοξίας στη μετά Στάλιν εποχή. Ο δεύτερος, λοιπόν, ερμηνεύει την κοινωνική φύση της ΕΣΣΔ, στη χρουστσωφική και μπρεζνιεφική περίοδο, ως εξής: «Σήμερα το σοβιετικό κράτος, ως συλλογικός καπιταλιστής, διαχειρίζεται τα μέσα παραγωγής στο όνομα και για το συμφέρον της νέας σοβιετικής αστικής τάξης. Η σοσιαλιστική συλλογική ιδιοκτησία έχει μετατραπεί σ’ ένα κρατικό καπιταλισμό νέου τύπου.»[16].
Ένας ιδεολόγος του μαοϊσμού, ο Σαρλ Μπετελέμ, διατυπώνει (από το 1968 και μετά) τη θέση ότι στην ΕΣΣΔ η αποξενωμένη από το λαό γραφειοκρατία μετεξελίχθη σε μια νέα κρατική αστική τάξη που είναι και η συλλογική ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής[17]. Ο Σ.Μπετελέμ αποκαλεί αυτή την τάξη «κομματική αστική τάξη» (bourgeoise de parti). Όσον αφορά την κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στη ΕΣΣΔ αυτή αποτελεί μια συλλογική – κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία και, ως εκτούτου, την οικονομική βάση της κρατικής αστικής τάξης.
Ας σημειώσουμε, συμπερασματικά, ότι οι εν λόγω θέσεις, όπως και κάθε ισχυρισμός περί αστικών – κρατικοκαπιταλιστικών σχέσεων και περί αστικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ, προσκρούει, πιστεύουμε, σε ανυπέρβλητα εμπόδια μεθοδολογικής φύσης. Φρονούμε ότι κάθε παρόμοια θέση απαιτεί για την τεκμηρίωσή της την απόδειξη της κυριαρχίας στην πρώην ΕΣΣΔ της αστικής ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής καθώς και των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, εν γένει. Είναι αδιανόητο να γίνεται λόγος περί κυρίαρχης αστικής τάξης σε ένα κοινωνικό καθεστώς όπου απουσιάζει η κυριαρχία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Διότι θα ήταν, πράγματι, ένας πολύ παράξενος καπιταλισμός αυτός στον οποίο θα απουσίαζε ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός και οι κρίσεις υπερπαραγωγής, όπου αντί για χρόνια μαζική ανεργία θα είχαμε χρόνια έλλειψη εργατικών χεριών. Και είναι φαιδρό να παρουσιάζεται η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ως συλλογική αστική ιδιοκτησία τη στιγμή που η συνένωση του συνόλου των παραγωγικών δυνάμεων στα χέρια ενός ιδιοκτήτη συνιστά άρνηση της αστικής – ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Ουσιώδες γνώρισμα της κεφαλαιοκρατίας είναι η ύπαρξη αποξενωμένων ιδιοκτητών – κεφαλαιοκρατών και ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών. Σύμφωνα με μια παραδοχή του Π.Σουήζυ «…το κεφάλαιο δεν υπάρχει σαν μια ενιαία οντότητα που αντιμετωπίζει μία χωρίς περιουσία εργατική τάξη, αλλά σαν πολλά κεφάλαια οργανωμένα χωριστά που ενεργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.»[18]. Η συνένωση του συνόλου της παραγωγής στα χέρια του κράτους σημαίνει την κατάργηση της οικονομικής αποξένωσης και του ανταγωνισμού που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η εξαφάνιση του ανταγωνισμού ως μοναδικής και καθολικής σχέσης μεταξύ των αποξενωμένων εμπορευματοπαραγωγών συνεπάγεται με τη σειρά της την κατάργηση των νόμων της υπεραξίας και της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Μια κρατική αστική τάξη η οποία θα αποτελούσε το συλλογικό ιδιοκτήτη των κρατικοποιημένων μέσων παραγωγής , από τη στιγμή που θα ικανοποιούσε τις καταναλωτικές της ανάγκες, δε θα είχε κανένα ενδιαφέρον για την ιδιοποίηση της μέγιστης ποσότητας υπεραξίας και για τη συσσώρευση κεφαλαίου. Όπως, όμως, επισημαίνει ο Κ.Μαρξ «η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής μετατρέπει σε αναγκαιότητα τη διαρκή αύξηση του κεφαλαίου που είναι τοποθετημένο σε μια βιομηχανική επιχείρηση και ο ανταγωνισμός επιβάλλει στον κάθε ατομικό κεφαλαιοκράτη τους εσωτερικούς νόμους του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σαν εξωτερικούς αναγκαστικούς νόμους. Τον αναγκάζει ν’ αυξάνει διαρκώς το κεφάλαιό του για να το διατηρεί, και μόνο με προοδευτική συσσώρευση μπορεί να το αυξάνει.»[19]. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η έννοια της «συλλογικής – κρατικοκομματικής αστικής ιδιοκτησίας» είναι ανυπόστατη και τραγελαφική.
Ο Σ.Μπετελέμ, ωστόσο, ανακαλύπτει στη σοβιετική κρατική αστική τάξη την επιδίωξη της συσσώρευσης για τη συσσώρευση και της παγκόσμιας κυριαρχίας. Σύμφωνα, όμως, με μιαν ορθή παρατήρηση του Π.Σουήζυ «Αυτό βέβαια είναι καθρέφτισμα του δυτικού ιμπεριαλισμού, με άριστο παράδειγμα, στη σημερινή εποχή, τις ΗΠΑ»[20]. Ο ίδιος συμπεραίνει ότι «Το σοβιετικό σύστημα είναι εντελώς διαφορετικό. Δεν υπάρχουν επιμέρους καπιταλιστές και …η απόπειρα του Μπετελέμ να αποδώσει στους σοβιετικούς διευθυντές επιχειρήσεων τον ίδιο ρόλο, δεν στηρίζεται στις δομικές συνθήκες του σοβιετικού συστήματος. Η ισχύς το κύρος και τα προνόμια των σοβιετικών ιθυνόντων δεν απορρέουν από την κατοχή του ιδιωτικού πλούτου, αλλά από τον άμεσο έλεγχο πάνω στον κρατικό μηχανισμό …»[21].
Ο ισχυρισμός ότι στην ΕΣΣΔ η γραφειοκρατία αποτελεί μιαν εκμεταλλεύτρια άρχουσα τάξη, η οποία στηρίζεται στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα μπορούσε νοηματικά να συνάδει, ασχέτως αν είναι ορθός ή όχι, προς την άποψη περί ενός νέου κοινωνικού σχηματισμού και μιας νέας ταξικής κοινωνικής διάρθρωσης, (ο Σ.Μπετελέμ κάνει απλά λόγο για καπιταλισμό νέου τύπου), δε θα μπορούσε όμως ποτέ να συνδεθεί νοηματικά με τον ισχυρισμό περί αστικής κυριαρχίας και αστικής ιδιοκτησίας.
Εξάλλου, μια αστική εξουσία στην ΕΣΣΔ δε θα ανεχόταν ούτε στιγμή την σοσιαλιστική -κρατική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το πρώτο μέλημά της θα ήταν η ιδιωτικοποίησή τους ,όπως άλλωστε συνέβη μετά τη νίκη της αστικής αντεπανάστασης. Για τη νέα αστική τάξη της μετασοβιετικής εποχής απεδείχθη αδιανόητο να θεωρήσει, να αποδεχθεί και να διατηρήσει την κρατικοποιημένη σοβιετική οικονομία ως συλλογική -κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία .Η παλινόρθωση, μάλιστα, του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και η ιδιωτικοποίηση της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας οδήγησε σε μια τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων και σε μια μαζική εξαθλίωση των πολιτών της χώρας αυτής. Η αστική αντεπανάσταση και η παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας σηματοδοτούν την οριστική ανασκευή, από τα ίδια πλέον τα ιστορικά γεγονότα, των θεωριών περί κρατικού καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ. Όπως, άλλωστε, διερωτάται και ο Ε.Μαντέλ «πώς είναι δυνατή η παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας όταν το κράτος είναι ήδη καπιταλιστικό;»[22].
[1] Κλιφ Τ., Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία, εκδ.Παρουσία, Αθήνα, 1983, σελ 181
[2] Ό.π., σελ. 186
[3] Ό.π., σελ. 186
[4] Ό.π., σελ. 221
[5] Ό.π., σελ. 214, 215
[6] Ό.π., σελ. 215
[7] Ό.π., σελ 216
[8] Ό.π., σελ 221
[9] Ό.π., σελ .222
[10] Ό.π. , σελ.222
[11] Ό.π., σελ.224
[12] Ό.π.
[13] Ό.π., σελ.224
[14] Ό.π., σελ.218
[15] Βλ. ό.π., σελ.275
[16] Albania Today ,Vol.4 (23) , 1975, σελ.43
[17] Βλ.Bettelheim Charles, Class Struggles in the USSR, Νέα Υόρκη 1976, Σουήζυ Π., Μπετελέμ Σ., Μερικά σύγχρονα προβλήματα του σοσιαλισμού ,εκδ. Κοινωνιολογία – Διογένης , Αθήνα, 1971.σελ.31,38, 47,53, Μπετελέμ Σ., Μελέτες και άρθρα, εκδ.Στοχαστής, Αθήνα, 1974, σελ.71,76
[18] Σουήζυ Πωλ, «Μετά τον καπιταλισμό – Τι;», στο: Ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα , εκδ.Κάλβος , Αθήνα , 1989 ,σελ.304
[19] Μαρξ Κ., Το κεφάλαιο, τ. 1, Σύγχρονη Εποχή , Αθήνα , 1978 , σελ. 613
[20] Σουήζυ Πωλ , Μετά τον καπιταλισμό – Τι ; », στο: ό.π., σελ.311
[21] Ό.π. , σελ. 311-312
[22] Mandel E., Power and money. A Marxist Theory of Bureaucracy, εκδ.Verso, London-New York, 1992 , σελ. 1

Δεν υπάρχουν σχόλια: