Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Το Κομμουνιστικό Κίνημα και η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση


Η συζήτηση ήταν πάντα ανοιχτή για το τι πρέπει να κάνει το Κομμουνιστικό Κίνημα σε σχέση με την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η αλήθεια είναι ότι εντάθηκε ιδιαίτερα μετά το Brexit. Κατατίθενται διάφορες απόψεις, προτάσεις και πραγματοποιούνται και διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους το Brexit μπορεί να έδωσε μια νέα ώθηση σ’ αυτήν τη συζήτηση σε σχέση με την αποδέσμευση της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά, ταυτόχρονα, έφερε και νέες …εμπλοκές στις θεωρητικές αναζητήσεις ορισμένων που ασχολούνται με το θέμα, πολύ περισσότερο έφερε εμπλοκές στα πρακτικά καθήκοντα, που πρέπει να υιοθετηθούν από το Κομμουνιστικό Κίνημα.

Έχουμε δε την εκτίμηση ότι αποκάλυψε, παραπέρα, και ορισμένες άλλες πλευρές αυτής της συζήτησης, με κύριο χαρακτηριστικό τον ετεροκαθορισμό σε σχέση με συγκεκριμένους πολιτικούς φορείς στη χώρα μας αλλά και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις οποίες κανείς μπορούσε να τις σκεπτόταν αλλά δε θα μπορούσε να τις εκφράσει με αρκετή σαφήνεια, τουλάχιστον μέχρι να «ομολογηθούν» με έναν ορισμένο τρόπο.
Να πούμε κατ’ αρχάς, ότι το Brexit επέδρασε σοβαρά στις συνειδήσεις των εργαζομένων, όχι μόνο στη χώρα μας. Και αυτό φαίνεται με τα όσα συμβαίνουν αυτήν τη στιγμή στο πολιτικό εποικοδόμημα της Βρετανίας, και σε άλλες χώρες, αλλά και από τις αντιδράσεις των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ψάχνουν να το διαχειριστούν, ακόμη και να το ματαιώσουν, γιατί έβγαλε στην επιφάνεια τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις, παράλληλα ανέδειξε και τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όλα αυτά ανεξάρτητα από το ποιος «τρέχει» να επωφεληθεί απ’ αυτές τις εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο.
Και με την ευκαιρία να προσθέσουμε και μια σειρά από νέες αυθεντικές μαρτυρίες ανθρώπων από τη χώρα μας (το κάναμε και σε προηγούμενο άρθρο μας), που δεν έχουν καμία σχέση με το Κομμουνιστικό Κίνημα, που για τα πολιτικά τους «μέτρα» εκφράζονται πολύ σκληρά ή για να χρησιμοποιήσουμε έναν άλλο όρο, σχεδόν απόλυτα, σε σχέση με το τι θα έπρεπε να κάνει και η χώρα μας. Τάσσονται υπέρ του Grexit καθαρά. Και όταν εννοούμε Grexit δε μιλάμε για έξοδο από το ευρώ μόνο. Μιλάμε για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά.
Το αναφέρουμε και πάλι αυτό το γεγονός, γιατί αυτές οι μαρτυρίες, που όλο και περισσότερο υποπίπτουν στην αντίληψή μας, αντανακλούν μια γενικότερη κοινωνική ψυχολογία, η οποία έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στη χώρα μας ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η οποία διαπερνά, με διαβαθμίσεις όλους τους πολιτικούς χώρους, ακόμη και τη Νέα Δημοκρατία.
Έχουμε, όμως, τη γνώμη, ότι η συζήτηση που έχει ανοίξει πάσχει σε βασικές ιδεολογικοπολιτικές πλευρές και στην ιεράρχηση των καθηκόντων. Και αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για το τι «πρέπει να κάνεις» στο επίπεδο της δράσης, της οργάνωσης των λαϊκών μαζών, της ιδεολογικοπολιτικής τους καθοδήγησης.
Παραπέρα τελεί κάτω από το άγχος μήπως και τυχόν επωφεληθεί η ακροδεξιά, τόσο στη χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτω και από το βάρος των πρωτοβουλιών που παίρνουν τα διάφορα ακροδεξιά κόμματα, με προτάσεις για ανάλογα δημοψηφίσματα, όπως της Βρετανίας, και της κατάστασης, που επικρατεί στο Κομμουνιστικό Κίνημα γενικότερα στην Ευρώπη.
Δεν υποτιμούμε αυτόν τον κίνδυνο. Μακριά από εμάς μια τέτοια αντίληψη. Αντίθετα τον θεωρούμε πολύ σοβαρό. Πρέπει, όμως, να πούμε ότι και αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της γενικότερης και ενιαίας στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κινήματος. Μόνο η δύναμη και η δράση του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος μπορεί να αναχαιτίσει τις δυνάμεις της ακροδεξιάς και του φασισμού.
Και αυτό το ισχυριζόμαστε, γιατί αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιδραστικοποιείται όλο και πιο πολύ, επομένως δίνει το περιθώριο να επωφελείται η ακροδεξιά, οι άλλες μεγάλες δυνάμεις του Δυτικού καπιταλισμού και το ΝΑΤΟ να έχουν καθορίσει τα μέτωπα της διεθνούς αντιπαράθεσης, πράγμα που στην πράξη δίνει στην ακροδεξιά τη δυνατότητα να παίζει την αιχμή του δόρατος σ’ όλον αυτό το σχεδιασμό.
Και αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος, που επιβάλλει στο Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα να «πάρει πάνω του» το καθήκον της αντιπαράθεσης και της αποκάλυψης του ρόλου της ακροδεξιάς και του φασισμού, στο όνομα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, αξιοποιώντας στη δράση και πολιτικές δυνάμεις, που έχουν σαφή θέση ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό, ταυτόχρονα, όμως, μη χάνοντας από τον ορίζοντά του τους δικούς του στόχους και τους τελικούς σκοπούς.
Το πρώτο που πρέπει να σημειώσουμε, λοιπόν, είναι ότι η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένας αυτονομημένος στόχος, έξω και πέρα από το βασικό καθήκον του Κομμουνιστικού Κινήματος να οργανώσει την εργατική τάξη, να την διαφωτίσει, να δημιουργήσει τις συνθήκες και σφυρηλάτησης της κοινωνικής συμμαχίας με τα μικροαστικά μικρομεσαία στρώματα, που πλήττονται και καταστρέφονται από την οικονομική κρίση και την εφαρμογή των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να καταλάβει την πολιτική εξουσία και αντίστοιχα να εκδιώξει την αστική τάξη από την εξουσία. Επομένως η αποδέσμευση πρέπει πάντα να εντάσσεται στο πλαίσιο της πάλης του Κομμουνιστικού Κινήματος για την κατάληψη της εξουσίας.
Το δεύτερο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε είναι ο χαρακτήρας του αιτήματος της αποδέσμευσης. Πρόκειται για ένα καθαρά αστικό αίτημα, το οποίο αποκτάει ιδιαίτερη σημασία, γιατί σχετίζεται με τη στρατηγική της αστικής τάξης, προκειμένου να κατοχυρώσει την κυριαρχία της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε ως μια διακρατική καπιταλιστική συμμαχία με πρώτο στόχο να αντιμετωπίσει το σοσιαλισμό, την εργατική τάξη. Και ως τέτοια είχε ιδιαίτερη σημασία, λόγω της ύπαρξης του σοσιαλιστικού συστήματος στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Με την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος αυτός ο ρόλος δεν άλλαξε.
Ταυτόχρονα η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανταποκρινόταν στο αίτημα των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης να αυξήσουν το ρόλο τους στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτό το γεγονός σχετίζεται με την αποδέσμευση. Κάθε χώρα που αποδεσμεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατίζει το ρόλο της ως διεθνούς ανταγωνιστικής ιμπεριαλιστικής δύναμης, ταυτόχρονα ενισχύει τις διαλυτικές τάσεις μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό το λόγο και η αποδέσμευση πρέπει να εντάσσεται και στο πως διαμορφώνονται οι διεθνείς αντιθέσεις.
Το Κομμουνιστικό Κίνημα δε μπορεί παρά να έχει στο πλαίσιο της δράσης του για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας το στόχο να αδυνατίσει όσο πιο πολύ μπορεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη να την φτάσει μέχρι και τη διάλυσή της.
Την ίδια στιγμή η ένταξη κάθε χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά και την εργατική τάξη, γιατί το σύνολο της πολιτικής που εφαρμόζεται την επηρεάζει από κάθε άποψη. Από τις συνθήκες ζωής της μέχρι και τις συνθήκες της δράσης της και της κοινωνικής απελευθέρωσής της.
Γι’ αυτό το λόγο η αποδέσμευση, έστω και ως αστικό αίτημα, παίζει καθοριστικό ρόλο τόσο για την αστική τάξη, την ολιγαρχία, όσο και για την εργατική τάξη. Και ακριβώς αυτό το γεγονός καθορίζει και την αναγκαιότητα της ένταξης της αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της πάλης της εργατικής τάξης για την κατάληψη της εξουσίας. Η αποδέσμευση να γίνει με τους δικούς της όρους.
Γι’ αυτό το λόγο, επίσης, το αίτημα της αποδέσμευσης δε μπορεί και να διασπάται στα δύο. Πρώτα ως αίτημα αποδέσμευσης από το ευρώ και στη συνέχεια ως αίτημα αποδέσμευσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το τρίτο που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η αποδέσμευση, από το διπλό της χαρακτήρα που περιγράψαμε μόλις παραπάνω – ότι ενδιαφέρει ζωτικά και από στρατηγικής άποψης τόσο την αστική όσο και την εργατική τάξη, μπορεί να είναι και το αποτέλεσμα της ίδιας της πρωτοβουλίας της αστικής τάξης, ως αλλαγής της ίδιας της στρατηγικής των συμμαχιών της.
Ο Β. Ι. Λένιν μας διδάσκει ότι οι αστικές τάξεις μεταξύ τους μπορούν να κάνουν συμμαχίες, που φτάνουν στις πολιτικές ενώσεις. Η σταθερότητά τους, όμως, δεν είναι εξασφαλισμένη στο διηνεκές. Αυτό το ξέραμε από πριν αλλά, πρόσφατα, το παράδειγμα της Βρετανίας, από μία, άποψη, μας το επιβεβαίωσε. Αυτό το γεγονός δεν αναιρεί το αίτημα της αποδέσμευσης από την πλευρά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και των δικών τους στόχων.
Αυτή η αλλαγή, βέβαια, δεν απασχολεί αυτήν τη στιγμή την άρχουσα τάξη της χώρας μας. Δίνει τη μάχη της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ, να μην υπάρξει και αναπτυχθεί μαζική αμφισβήτηση της στρατηγικής της επιλογής. Άλλες φωνές, που υπάρχουν, είναι πολύ αδύναμες ακόμη και δεν αμφισβητούν τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές της ντόπιας αστικής τάξης.
Η εργατική τάξη με τους συμμάχους της δίνοντας από κοινού τη μάχη για την αποδέσμευση θα βρεθούν σε καλύτερες θέσεις για να αντιμετωπίσουν μια αποδέσμευση, που θα προκύψει με πρωτοβουλία της ίδιας της αστικής τάξης. Και αυτό είναι ένα βασικό όφελος. Αυτό θα μπορούσε να το ισχυριστεί κανείς ακόμη και για την αποδέσμευση από το ευρώ στην περίπτωση που προκύψει είτε ως πρωτοβουλία συγκεκριμένων ανακατατάξεων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση είτε προκύψει ως πρωτοβουλία της ντόπιας αστικής τάξης.
Το τέταρτο που πρέπει ιδιαίτερα να σημειώσουμε είναι ότι η αποδέσμευση καθίσταται καθοριστικής σημασίας ζήτημα από την άποψη ότι σοσιαλισμός μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορεί να οικοδομηθεί. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση δε μπορούν να υπάρξουν διαφορετικοί κοινωνικοοικονομικοί σχηματισμοί, ο σοσιαλισμός με τον καπιταλισμό. Αυτό το γεγονός προσδίδει στην αποδέσμευση εξαιρετική σημασία.
Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος, ακριβώς λόγω της εξαιρετικής της σημασίας, να γίνει το λάθος να αυτονομηθεί ως στόχος πάλης από το συνολικό ζήτημα της πάλης της κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της.
Ταυτόχρονα, βέβαια, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να γίνει το λάθος, ενώ η αποδέσμευση να συνδυάζεται με την πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, να μετατίθεται ως αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Από αυτό και μόνο το γεγονός, είτε με την πρώτη του εκδοχή είτε με τη δεύτερη, έχει σημασία το πώς εντάσσεται η αποδέσμευση στην πάλη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η αποσαφήνιση του χαρακτήρα της εξουσίας.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται από τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ντόπιας αστικής τάξης είναι η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία μικροαστικά στρώματα. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις έχουν άμεσο συμφέρον από την αποδέσμευση αλλά και από μια σειρά άλλων μέτρων, που να μπορούν να εξασφαλίζουν την ύπαρξή τους. Η «Νέα Σπορά» τα έχει ήδη καταθέσει ως μια συνολική πρόταση, που θα έπρεπε να έχει το ΚΚΕ.
Το ερώτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι εάν μπορεί να υπάρξει εξουσία της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, που να αφήνει ανοιχτή την προοπτική στο σοσιαλισμό. Παραπέρα το ερώτημα που έχουμε να απαντήσουμε είναι το εάν αυτή η εξουσία είναι μια επαναστατική εξουσία.
Η «Νέα Σπορά» στην αρθρογραφία της έχει ξεκαθαρίσει ότι μια τέτοια εξουσία είναι επαναστατική, γιατί θα στηρίζεται στην εργατική τάξη κατά κύριο λόγο, θα στηρίζεται σε μια κοινωνική συμμαχία που θα αντιπροσωπεύει τη λαϊκή πλειοψηφία, θα στηρίζεται στην άμεση κινητοποίηση της κοινωνικής συμμαχίας και των αγώνων της, με πρωτοπόρα την εργατική τάξη, θα δημιουργήσει τα δικά της αντιπροσωπευτικά και κρατικά όργανα, θα εκδιώξει την αστική τάξη από την εξουσία χρησιμοποιώντας όλες τις μορφές πάλης, θα καταργήσει τον αστικό κοινοβουλευτισμό, θα πάρει μέτρα ενάντια στην οποιαδήποτε απόπειρα επιστροφής της αστικής τάξης στην εξουσία.
Αυτή η εξουσία δεν είναι ακόμη η δικτατορία του προλεταριάτου αλλά δεν είναι ούτε αστική εξουσία. Είναι μια πλειοψηφική λαϊκή δικτατορία, είναι μια Λαοκρατική Δημοκρατία, που θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό.
Η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην κατάκτηση της εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων μικροαστικών στρωμάτων, στο πλαίσιο της πάλης τους για τη Λαοκρατική Δημοκρατία στην προοπτική του σοσιαλισμού, γιατί αντιπροσωπεύει την αιχμή της κυρίαρχης αντίθεσης μέσα στην Ελληνική κοινωνία, που, ταυτόχρονα, διαλεκτικά δεμένη με τη βασική αντίθεση, την οξύνει και την ωθεί στην κατεύθυνση της λύσης της.
Από τη μια δημιουργείται μια κοινωνική συμμαχία που μπορεί να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ως επαναστατική εξουσία, από την άλλη δημιουργούνται οι συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Μια τέτοια αντιμετώπιση της αποδέσμευσης από την πλευρά του Κομμουνιστικού και Εργατικού Κινήματος αποκλείει η αποδέσμευση να παίζει το ρόλο μόνο ενός συνθήματος ζύμωσης. Γίνεται αποφασιστικός κρίκος της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής. Δε μεταφέρεται για μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Και ακριβώς επειδή δε μεταφέρεται για μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση δε μπορεί να αποκλείσει κανείς η αποδέσμευση να είναι και προϊόν της σοσιαλιστικής επανάστασης, αν αυτή έχει κριθεί πριν την αποδέσμευση. Και μάλιστα να είναι και ομάδας χωρών, στο πλαίσιο μια ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας και ενιαίας στρατηγικής απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από την άλλη αποκλείει την αυτονόμησή της από το συνολικό πρόβλημα της επίλυσης του ζητήματος της εξουσίας και σε ποια κατεύθυνση. Τέλος αποκλείει κάθε ενδεχόμενο συγκάλυψης άλλων επιδιώξεων, όπως π.χ. να αποτελέσει το προπέτασμα για πρόσκαιρες συμμαχίες, που με επικάλυψη την αποδέσμευση, στην πραγματικότητα δε θα την αφορά, αλλά, στην ουσία θα αφορά μια προσπάθεια κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης κάποιων δυνάμεων, που θα διαφωνούν, αν όχι ριζικά, αλλά σημαντικά μεταξύ τους. Ούτε θεμιτό είναι, γιατί συμμαχίες δε χτίζονται μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά ούτε και ειλικρινές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: